ευτηκτοειδής

ευτηκτοειδής
-ές (φυσ. -χημ.) φρ.
1. «ευτηκτοειδής μετατροπή» — η αντιστρεπτή διαδικασία κατά την οποία μια στερεά φάση μετατρέπεται, υπό ορισμένη χαρακτηριστική θερμοκρασία που ονομάζεται ευτηκτοειδές σημείο, σε δύο άλλες διακεκριμένες στερεές φάσεις
2. «ευτηκτοειδές μίγμα» — το μίγμα που προκύπτει κατά την ευτηκτοειδή μετατροπή
3. «ευτηκτοειδής αναλογία» — η σύσταση τού ευτηκτοειδούς μίγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”